- Παρπάρων
- -ωνος, ὁ, Ατοπωνύμιο στην Αιολίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παρπάρων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρπάρων — παρά παρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρά παρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρπάρωνα — Παρπάρων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρπάρωνος — Παρπάρων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PARPARON — Παρπάρων, Stephano, regio Aeolidis in Asia, ubi Thucydidem obiisse ferunt. Alii Perinem vocant … Hofmann J. Lexicon universale
Παρπαρώνιος — ὁ, Α [Παρπάρων] ο κάτοικος τού Παρπάρωνος τής Αιολίδας … Dictionary of Greek
παρπαριώτης — ὁ, Α [παρπάρων] κάτοικος τού Παρπάρωνος ή ο καταγόμενος από αυτόν … Dictionary of Greek